- ξεροσταλιάζω
- ξεροστάλιασα1. για πρόσωπα, περιμένω κάπου ακίνητος πολλή ώρα: Ώρες ξεροσταλιάζει περιμένοντάς τον.2. ποθώ υπερβολικά: Ξεροσταλιάζει για δαύτην.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.